Καλοσωρίσατε Επισκέπτη. Μπορείτε να κάνετε:
Συνολικά υπάρχουν 704 μέλη/επισκέπτες online στην ιστοσελίδα μας.
(Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2025)
(Δευτέρα, 22 Σεπτεμβρίου 2025)
(Σάββατο, 20 Σεπτεμβρίου 2025)

Καλή σχολική χρονιά !
(έγγραφα οργάνωσης σχολείου και τάξης, έντυπα, βραβεία, αναμνηστικά, θυρεοί κτλ)
(εορτές, εκδηλώσεις, ασκήσεις, οργάνωση, προγράμματα, παρουσιάσεις, βραβεία, αναμνηστικά, εργασίες κτλ)
ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΕΙΣ - ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ - Λίτσα Καραμπίνη
Καταχωρήθηκε: Σάββατο, 22 Αυγούστου 2009, από τον/την συγγραφέα: e-selides, επισκέψεις: 4889, στην κατηγορία: ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Νομίζω, πως, κάπου-κάπου ο Θεός κάνει καψόνια στους ανθρώπους για να σπάσει τη μονοτονία της ακατάπαυστης ροής του κόσμου του, ή, τα κάνει απλά και μόνο, έτσι, για τη πλάκα του.
Κι έπειτα, θέλοντας να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον για τα πλάσματά του, αφήνει μέσα τους να εκκρεμεί για πάντα ο απόηχος απ΄ τα καψόνια που τους κάνει. Αλλά μπορεί ακόμη και να έχει άλλους, δικούς του, ανεξερεύνητους λόγους. Ποιος μπορεί να ξέρει…
Στη δική μου περίπτωση, ή ο Θεός έκανε καψόνι στον πατέρα, κατά τον ερχομό μου στη ζωή, ή έπεσα πάνω σε μια στιγμή αφηρημάδας Του κι έτσι κάτι δεν Του πήγε καλά με τα γονίδιά μου. Δηλαδή, φαντάζομαι πως τα κρατούσε σε μια χούφτα ανακατεμένα, μαζί με της δίδυμης αδελφής μου τα γονίδια και ό,τι περίσσεψε απ αυτήν τα σκόρπισε σε μένα, έτσι στο… «πάρ τα και ξεμπέρδεψέ τα μόνη σου… αν μπορείς και… όποτε μπορέσεις…».
Και από τότε, κάθεται ο Θεός και κάνει χάζι με όλα κείνα τα μπερδέματα που εκκρεμούνε μέσα μου.
«Ε, και λοιπόν, τι κολλάς; Η ζωή συνεχίζεται…» λέω με το νου μου, μα μόλις αντικρίζω τα μαρμάρινα σκαλιά βουρκώνουνε τα μάτια μου, ενώ εκείνα, σα να μου φαίνεται πως μου χαμογελούν με ένα λευκό, κατεργάρικο χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που μέσα από τη παγερή του λευκότητα κρατάει ακόμη, ανάμεσα στα δόντια του, αιχμάλωτα τα όνειρά μου. Βλέπω εκεί, μπροστά μου, το νυφικό, τα στέφανα, τα δώρα, τις μπομπονιέρες, τις λαμπάδες, να σπαρταράνε σφηνωμένα ανάμεσα στα σκαλοπάτια και κλαίγοντας να με εκλιπαρούν να κάνω κάτι να τα σώσω.
Τέτοιο ψοφόκρυο, Οκτώβρη μήνα, έχουμε να δούμε χρόνια. Σύννεφα φορτωμένα με βροχή σκοτεινιάζουνε τη μέρα και το τσουχτερό αγιάζι που περνάει μέσα από τ΄ ανάλαφρα ρούχα μου, μου τρυπάει το κόκαλο μέχρι το μεδούλι.
Σκοντάφτω, παραπατάω, πέφτω σε μια γριούλα επάνω που σέρνει πίσω της ένα καρότσι λαϊκής και παίρνω σβάρνα το καρότσι της. Κατρακυλάει ένα λάχανο, ακολουθεί το κουνουπίδι, τα μήλα αδειάζουνε στα πόδια μου, τα λεμόνια παίρνουνε τη κατηφόρα και ξεζουμίζω κάτω από τις γόβες μου ένα μάτσο μαϊντανό.
«Συγνώμη», της λέω αμήχανα.
«Στραβομάρα» γρυλίζει η γριούλα και απλώνει τα οστεώδη, τρεμάμενα χέρια της σε μια μούντζα μεγαλοπρεπή.
Κάποιοι περαστικοί που σταματούν συνηγορούν με τη γριά και με δικάζουν με το βλέμμα τους, ενώ, πιο πέρα, μια παρέα σχολιαρόπαιδα που δείχνουνε ν΄ απολαμβάνουν τη σκηνή, με κοιτάζουνε αυθάδικα, κάτι τιτιβίζουν μεταξύ τους και ξεραίνονται στα γέλια.
Τα βήματα με πλησιάζουν χωρίς να σταματούν και μια γυναίκα ντελικάτη με μακριά μαλλιά, που δείχνει ν΄ αψηφά τον κόκκινο σηματοδότη, με προσπερνά και διασχίζει κάθετα τη λεωφόρο.
Εκείνον που μέσα από το φάσμα της ανθρώπινης εμπειρίας μου γνωρίζω εγώ; Όσο τον γνωρίζω.
Εκείνον που οι άλλοι πιστεύουν ότι γνωρίζουν για μένα; Που δεν γνωρίζουν.
Ή μήπως εκείνον τον άλλον τον εναλλακτικό εαυτό μου που ο εξαναγκασμός της εξουσίας κάποιων διαμόρφωσε για μένα;
Και ενώ ο εαυτός μου απαρτίζεται από τις δικές μου ποιότητες, τις δικές μου εμπειρίες, τα συναισθήματά μου, τα βιώματα, τις σκέψεις, τις επιλογές και τις συμπεριφορές μου, μπορεί κάποιος να ορίσει πώς να είμαι, ή να μην είμαι, ώστε να είμαι ο εαυτός μου;
Όχι, δεν μπορεί. Γιατί κανείς δεν υπάρχει σαν εμένα, δεν υπήρχε και ούτε θα υπάρξει ποτέ. Γιατί εγώ, όπως κι εσείς, όπως και ο καθένας πάνω σ΄ αυτό το πλανήτη, είμαστε όντα μοναδικά.
Αυτές λοιπόν οι σκέψεις ήταν το βασικό ερέθισμα που με οδήγησε να γράψω τούτο το βιβλίο. Το δικαίωμα στη μοναδικότητα κάθε ανθρώπινου πλάσματος. Μια μοναδικότητα κρυμμένη κάτω από τους αλλεπάλληλους μανδύες του κοινωνικού εξαναγκασμού. Μια μοναδικότητα που χρειάζεται πολύς κόπος για να βγει στην επιφάνεια και πολύ μεγάλο τσαγανό να επιβάλουμε στους άλλους να την αποδεχτούν.
Έτσι, το κυρίαρχο πάθος της Κατιάννας, της κεντρικής ηρωίδας αυτής της ιστορίας είναι να βιώσει τη μοναδικότητά της. Να τη βρει, να τη βιώσει και να επιβάλλει στον περίγυρό της αυτή της τη μοναδικότητα που θα την απαλλάξει απ΄ όλες τις ετικέτες που έχουν κολλήσει επάνω της οι άλλοι - ξεκινώντας από την ίδια της τη μάνα - και ταυτόχρονα θα τη λυτρώσει από έναν τυραννικό, επίπλαστο εαυτό.
Η Κατιάννα, για τη μάνα της, ήταν η αντανάκλαση του αόρατου. Το υποκατάστατο του παιδιού που της έκλεψαν.
Για τη γιαγιά, το γρουσούζικο παιδί που ποτέ δεν ξεφορτώθηκε.
Κι όσο για την ίδια, εκείνη πίστευε πάντα πως είναι δύο Κατιάννες μαζί, αφού μεγάλωσε μ΄ ένα «αυτό» να κατοικεί εντός της, κολλημένο στα σπλάχνα της, κι εκείνη, κάθε στιγμή της ζωής της να βρίσκεται αντιμέτωπη μαζί του.
Στη ζωή μου βάδιζα πάντα μέσα από τις σκιές των ονείρων μου
κουβαλώντας εντός μου το θαύμα των άλλων.
Για ν΄ αντέξω τους άλλους εντός μου επινόησα τις αλήθειες μου.
Τις επινοημένες αλήθειες μου μετουσίωνα σε λέξεις
και τις λέξεις σε βιβλία, τα οποία εκπέμπουν
το απαύγασμα της ανθρώπινης αύρας μου
που συνοικεί με την αύρα των άλλων.
Μέχρι που έγραψα και τούτο το βιβλίο,
όπου εντόπισα πού σταματάει το θαύμα των άλλων.
Τι ακριβώς δεν είμαι εγώ.
Λίτσα Καραμπίνη.